Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magrézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈgrettsa]

1 ανεπάρκεια
2 ακαρπία
3 τσιγκουνιά
4 φτώχεια
5 στειρότητα
6 πενιχρότητα
7 γλισχρότητα
8 ισχνότητα
9 σπανιότητα
10 αδυναμία
11 λιγνάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magramente magro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mago (ουσ αρσ )
magona (θηλ.ουσ)
magone (ουσ αρσ )
magra (θηλ.ουσ)
magramente (επίρ.)
magrezza (θηλ.ουσ)
magro (ουσ αρσ )
magro (επίθ.)
magrone (ουσ αρσ )
mah (επιφ.)
mahdi, mahdì (ουσ αρσ )
mahdismo (ουσ αρσ )
mahdista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mai (επίρ.)
maiale (ουσ αρσ )
maialesco (επίθ.)
maidico (επίθ.)
maiestatico (επίθ.)
maieutica (θηλ.ουσ)
maieutico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---