Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màgro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmagro]

άπαχο κρέας

màgro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmagro]

1 λιγνός (-ή, -ό)
2 (persona) αδύνατος (-η, -ο)
3 (latte, cacao) άπαχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magrezza magrone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magona (θηλ.ουσ)
magone (ουσ αρσ )
magra (θηλ.ουσ)
magramente (επίρ.)
magrezza (θηλ.ουσ)
magro (ουσ αρσ )
magro (επίθ.)
magrone (ουσ αρσ )
mah (επιφ.)
mahdi, mahdì (ουσ αρσ )
mahdismo (ουσ αρσ )
mahdista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mai (επίρ.)
maiale (ουσ αρσ )
maialesco (επίθ.)
maidico (επίθ.)
maiestatico (επίθ.)
maieutica (θηλ.ουσ)
maieutico (επίθ.)
maiolica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---