Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàgra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmagra] 1 ανεπάρκεια 2 έλλειμμα 3 έλλειψη 4 σπάνις 5 χαμηλότατο σημείο παλίρροιας 6 στενότητα 7 χαμηλό σημείο στάθμης νερού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |