Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magnìficat  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maɲˈɲifikat]

1 μεγαλυνάρια
2 τροπάρια στην Παναγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magnificarsi magnificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnetron (ουσ αρσ )
magnetrone (ουσ αρσ )
magnificamente (επίρ.)
magnificare (ρ. μτβ.)
magnificarsi (ρ.μ. (αντων.))
magnificat (ουσ αρσ )
magnificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
magnificazione (θηλ.ουσ)
magnificenza (θηλ.ουσ)
magnifico (επίθ.)
magniloquente (επίθ.)
magniloquenza (θηλ.ουσ)
magnitudine (θηλ.ουσ)
magno (επίθ.)
magnolia (θηλ.ουσ)
mago (ουσ αρσ )
magona (θηλ.ουσ)
magone (ουσ αρσ )
magra (θηλ.ουσ)
magramente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---