ItalianoGreco


magnificènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maɲɲifiˈʧɛntsa]

1 αίγλη
2 μεγαλειότητα
3 πολυτέλεια
4 μεγαλοπρέπεια
5 μεγαλείο
6 λαμπρότητα
7 αβερτοσύνη
8 γαλαντομία
9 δαψίλεια
10 θαύμα
11 γενναιοδωρία
12 απλοχεριά
13 αφειδία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---