Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmagniloquènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maɲɲiloˈkwɛntsa] 1 αερολογία 2 στόμφος 3 κομπασμός 4 μεγαλορρημοσύνη 5 μεγαλοστομία 6 ξιπασιά 7 βερμπαλισμός 8 καυχησιολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |