Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magniloquènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maɲɲiloˈkwɛntsa]

1 αερολογία
2 στόμφος
3 κομπασμός
4 μεγαλορρημοσύνη
5 μεγαλοστομία
6 ξιπασιά
7 βερμπαλισμός
8 καυχησιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magniloquente magnitudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
magnificazione (θηλ.ουσ)
magnificenza (θηλ.ουσ)
magnifico (επίθ.)
magniloquente (επίθ.)
magniloquenza (θηλ.ουσ)
magnitudine (θηλ.ουσ)
magno (επίθ.)
magnolia (θηλ.ουσ)
mago (ουσ αρσ )
magona (θηλ.ουσ)
magone (ουσ αρσ )
magra (θηλ.ουσ)
magramente (επίρ.)
magrezza (θηλ.ουσ)
magro (ουσ αρσ )
magro (επίθ.)
magrone (ουσ αρσ )
mah (επιφ.)
mahdi, mahdì (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---