Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmagnitùdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maɲɲiˈtudine] 1 σπουδαιότητα 2 ποσότητα 3 μέγεθος 4 σημασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |