Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidrovìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,idroˈvia] 1 κανάλι πλωτό 2 πλεύσιμη υδάτινη δίοδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |