Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidròvora
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔvora] 1 αντλία νερού 2 μηχανή άντλησης νερού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |