Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidrotoràce
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,idrotoˈraʧe] 1 υδρωπικία του θώρακα 2 υδροθώρακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |