Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idrozòi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [idrodˈdzɔi]

υδρόζωα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrovoro idruro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrovia (θηλ.ουσ)
idroviario (επίθ.)
idrovolante (ουσ αρσ )
idrovora (θηλ.ουσ)
idrovoro (επίθ.)
idrozoi (ουσ αρσ πληθ.)
idruro (ουσ αρσ )
iella (θηλ.ουσ)
iellato (επίθ.)
iemale (επίθ.)
iemosco (ουσ αρσ )
iena (θηλ.ουσ)
ieova (ουσ αρσ )
ieraticità (θηλ.ουσ)
ieratico (ουσ αρσ )
ieratico (επίθ.)
ieri (ουσ αρσ )
ieri (επίρ.)
iermattina (επίρ.)
iernotte (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---