Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ieraticità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [jeratiʧiˈta]

1 ευλάβεια
2 θεοσέβεια
3 κατάνυξη
4 ιερότητα
5 σοβαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ieova ieratico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iellato (επίθ.)
iemale (επίθ.)
iemosco (ουσ αρσ )
iena (θηλ.ουσ)
ieova (ουσ αρσ )
ieraticità (θηλ.ουσ)
ieratico (ουσ αρσ )
ieratico (επίθ.)
ieri (ουσ αρσ )
ieri (επίρ.)
iermattina (επίρ.)
iernotte (επίρ.)
ierocratico (επίθ.)
ierocrazia (θηλ.ουσ)
ierofante (ουσ αρσ )
ieroglifico (αρσ. επίθ και ουσ)
iersera (επίρ.)
iettare (ρ. μτβ.)
iettato (επίθ.)
iettatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---