Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ieràtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]

ιερατική γραφή

ieràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]

1 ιεροπρεπής
2 προκαλών σέβας
3 ευλαβικός
4 ιερατικός
5 κατανυκτικός
6 σοβαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ieraticità ieri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iemale (επίθ.)
iemosco (ουσ αρσ )
iena (θηλ.ουσ)
ieova (ουσ αρσ )
ieraticità (θηλ.ουσ)
ieratico (ουσ αρσ )
ieratico (επίθ.)
ieri (ουσ αρσ )
ieri (επίρ.)
iermattina (επίρ.)
iernotte (επίρ.)
ierocratico (επίθ.)
ierocrazia (θηλ.ουσ)
ierofante (ουσ αρσ )
ieroglifico (αρσ. επίθ και ουσ)
iersera (επίρ.)
iettare (ρ. μτβ.)
iettato (επίθ.)
iettatore (ουσ αρσ )
iettatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---