Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidrovolànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,idrovoˈlante] 1 αμφίβιο αεροσκάφος 2 αεροπλάνο που προσθαλασσώνεται 3 υδροπλάνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |