Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idroterapìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,idroteraˈpia]

1 θεραπεία σε ιαματικά λουτρά
2 υδροθεραπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idroterapeutico idroterapico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrossido (ουσ αρσ )
idrostatica (θηλ.ουσ)
idrostatico (επίθ.)
idrostato (ουσ αρσ )
idroterapeutico (επίθ.)
idroterapia (θηλ.ουσ)
idroterapico (επίθ.)
idrotermale (επίθ.)
idrotorace (ουσ αρσ )
idrotropismo (ουσ αρσ )
idrovia (θηλ.ουσ)
idroviario (επίθ.)
idrovolante (ουσ αρσ )
idrovora (θηλ.ουσ)
idrovoro (επίθ.)
idrozoi (ουσ αρσ πληθ.)
idruro (ουσ αρσ )
iella (θηλ.ουσ)
iellato (επίθ.)
iemale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---