Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fissàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]

1 φανατικός άνθρωπος
2 άτομο που έχει έμμονη ιδέα
3 άτομο που του έχει κολλήσει κάτι στο μυαλό

fissàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsato]

1 εμπεδωμένος
2 μόνιμος
3 ιδιότροπος
4 πάγιος
5 σταθερός
6 στερεωμένος
7 κανονισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fissativo fissatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fissaggio (ουσ αρσ )
fissamente (επίρ.)
fissare (ρ. μτβ.)
fissarsi (ρ.μ. (αντων.))
fissativo (αρσ. επίθ και ουσ)
fissato (ουσ αρσ )
fissato (επίθ.)
fissatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fissazione (θηλ.ουσ)
fissile (επίθ.)
fissionabile (επίθ.)
fissione (θηλ.ουσ)
fissipede (αρσ. επίθ και ουσ)
fissità (θηλ.ουσ)
fisso (ουσ αρσ )
fisso (επίθ.)
fisso (επίρ.)
fistola (θηλ.ουσ)
fistolizzazione (θηλ.ουσ)
fistolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---