Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fistolizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fistoliddzatˈtsjone]

δημιουργία συριγγίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fistola fistolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fissità (θηλ.ουσ)
fisso (ουσ αρσ )
fisso (επίθ.)
fisso (επίρ.)
fistola (θηλ.ουσ)
fistolizzazione (θηλ.ουσ)
fistolo (ουσ αρσ )
fistoloso (επίθ.)
fitina (θηλ.ουσ)
fitobiologia (θηλ.ουσ)
fitochimica (θηλ.ουσ)
fitochimico (επίθ.)
fitofago (αρσ. επίθ και ουσ)
fitofarmaco (ουσ αρσ )
fitofisiologia (θηλ.ουσ)
fitogenico (επίθ.)
fitogeografia (θηλ.ουσ)
fitogeologia (θηλ.ουσ)
fitografia (θηλ.ουσ)
fitografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---