Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfìstola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfistola] 1 συρίγγιο 2 έλκος συριγγώδες 3 σουραύλι 4 φλογέρα 5 αυλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |