Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fitòfago  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈtɔfago]

φυτοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fitochimico fitofarmaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fistoloso (επίθ.)
fitina (θηλ.ουσ)
fitobiologia (θηλ.ουσ)
fitochimica (θηλ.ουσ)
fitochimico (επίθ.)
fitofago (αρσ. επίθ και ουσ)
fitofarmaco (ουσ αρσ )
fitofisiologia (θηλ.ουσ)
fitogenico (επίθ.)
fitogeografia (θηλ.ουσ)
fitogeologia (θηλ.ουσ)
fitografia (θηλ.ουσ)
fitografico (επίθ.)
fitolacca (θηλ.ουσ)
fitolito (ουσ αρσ )
fitologia (θηλ.ουσ)
fitologico (επίθ.)
fitologo (ουσ αρσ )
fitopaleontologia (θηλ.ουσ)
fitopatologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---