Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfitolìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fitoˈlito] 1 φυτόλιθος 2 πέτρωμα που μοιάζει με φυτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |