Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fitologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fitoloˈʤia]

1 βοτανική
2 φυτολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fitolito fitologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fitogeologia (θηλ.ουσ)
fitografia (θηλ.ουσ)
fitografico (επίθ.)
fitolacca (θηλ.ουσ)
fitolito (ουσ αρσ )
fitologia (θηλ.ουσ)
fitologico (επίθ.)
fitologo (ουσ αρσ )
fitopaleontologia (θηλ.ουσ)
fitopatologia (θηλ.ουσ)
fitopatologo (ουσ αρσ )
fitoterapia (θηλ.ουσ)
fitotomia (θηλ.ουσ)
fitozoo (ουσ αρσ )
fitta (θηλ.ουσ)
fittabile (ουσ αρσ και θηλ.)
fittaiolo (ουσ αρσ )
fittaiuolo (ουσ αρσ )
fittavolo (ουσ αρσ )
fittezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---