Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfissità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fissiˈta] 1 ευστάθεια 2 εμμονή 3 σιγουράδα 4 σιγουριά 5 παγιότητα 6 μονιμότητα 7 ακινησία 8 σταθερότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |