Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsjone]

1 διαχωρισμός
2 σχίσιμο
3 διάσπαση
4 σχάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fissionabile fissipede  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fissato (επίθ.)
fissatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fissazione (θηλ.ουσ)
fissile (επίθ.)
fissionabile (επίθ.)
fissione (θηλ.ουσ)
fissipede (αρσ. επίθ και ουσ)
fissità (θηλ.ουσ)
fisso (ουσ αρσ )
fisso (επίθ.)
fisso (επίρ.)
fistola (θηλ.ουσ)
fistolizzazione (θηλ.ουσ)
fistolo (ουσ αρσ )
fistoloso (επίθ.)
fitina (θηλ.ουσ)
fitobiologia (θηλ.ουσ)
fitochimica (θηλ.ουσ)
fitochimico (επίθ.)
fitofago (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---