Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfissióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fisˈsjone] 1 διαχωρισμός 2 σχίσιμο 3 διάσπαση 4 σχάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |