Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfìsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso] 1 στάνταρ αμοιβή 2 σταθερός μισθός fìsso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso] σταθερός (-ή, -ό) fìsso επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso] ατενώς permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαguardare fisso = προσηλώνω τι βλέμμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |