Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso]

1 στάνταρ αμοιβή
2 σταθερός μισθός

fìsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso]

σταθερός (-ή, -ό)

fìsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈfisso]

ατενώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fissità fistola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardare fisso = προσηλώνω τι βλέμμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fissile (επίθ.)
fissionabile (επίθ.)
fissione (θηλ.ουσ)
fissipede (αρσ. επίθ και ουσ)
fissità (θηλ.ουσ)
fisso (ουσ αρσ )
fisso (επίθ.)
fisso (επίρ.)
fistola (θηλ.ουσ)
fistolizzazione (θηλ.ουσ)
fistolo (ουσ αρσ )
fistoloso (επίθ.)
fitina (θηλ.ουσ)
fitobiologia (θηλ.ουσ)
fitochimica (θηλ.ουσ)
fitochimico (επίθ.)
fitofago (αρσ. επίθ και ουσ)
fitofarmaco (ουσ αρσ )
fitofisiologia (θηλ.ουσ)
fitogenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---