Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfissàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fisˈsadʤo] 1 μπάνιο στερέωσης φωτογραφικό 2 φιξάρισμα φωτογραφικό 3 φωτογραφική στερέωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |