Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fissàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fisˈsadʤo]

1 μπάνιο στερέωσης φωτογραφικό
2 φιξάρισμα φωτογραφικό
3 φωτογραφική στερέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fissabile fissamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fisioterapico (επίθ.)
fisioterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisonomia (θηλ.ουσ)
fisonomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fissabile (επίθ.)
fissaggio (ουσ αρσ )
fissamente (επίρ.)
fissare (ρ. μτβ.)
fissarsi (ρ.μ. (αντων.))
fissativo (αρσ. επίθ και ουσ)
fissato (ουσ αρσ )
fissato (επίθ.)
fissatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fissazione (θηλ.ουσ)
fissile (επίθ.)
fissionabile (επίθ.)
fissione (θηλ.ουσ)
fissipede (αρσ. επίθ και ουσ)
fissità (θηλ.ουσ)
fisso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---