Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfisonomìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fizonoˈmia] φυσιογνωμία (χρησιμοποίησε καλύτερα το fisionomia) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |