ItalianoGreco


fissatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fissaˈtivo]

1 στερεωτικό διάλυμα φωτογραφιών
2 σταθεροποιητικός
3 στερεωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---