Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfinʤere]

προσποιούμαι, παίζω θέατρο

fingersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈfinʤersi]

1 υποκρίνομαι
2 προφασίζομαι
3 προσποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finezza finimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare finta, fingere = κάνω πως


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )
finimondo (ουσ αρσ )
finire (ουσ αρσ )
finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---