Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

ο σκοπός, ο στόχος

fìne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

το τέλος

fìne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfine]

1 λεπτός (-ή, -ό)
2 (raffinato) ραφινάτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finché fine–settimana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla fin fine = εν τέλει || in fin dei conti = στο κάτω κάτω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
finanziera (θηλ.ουσ)
finanziere (ουσ αρσ )
finca (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.)
fine (ουσ αρσ )
fine (θηλ.ουσ)
fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )
finimondo (ουσ αρσ )
finire (ουσ αρσ )
finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---