Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fine–settimàna  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,finesettiˈmana]

σαββατοκύριακο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fine finestra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finca (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.)
fine (ουσ αρσ )
fine (θηλ.ουσ)
fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )
finimondo (ουσ αρσ )
finire (ουσ αρσ )
finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---