Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [finiˈmento]

1 ιπποσκευή
2 χάμουρα
3 χαλινάρια
4 τέλειωμα
5 σετ
6 σετ κοσμημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fingersi finimondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )
finimondo (ουσ αρσ )
finire (ουσ αρσ )
finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---