Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnettsa]

1 ευγενική συμπεριφορά
2 ευγένεια
3 αξιοπρέπεια
4 οξυδέρκεια
5 ευστροφία
6 τακτ
7 αβροφροσύνη
8 εκλέπτυνση
9 διακριτικότητα
10 λεπτότητα
11 αβρότητα
12 ραφινάρισμα
13 φινέτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finestrino fingere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fine (θηλ.ουσ)
fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )
finimondo (ουσ αρσ )
finire (ουσ αρσ )
finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---