Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finanziatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [finantsjaˈtore]

1 υποστηρικτής
2 χρηματοδότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finanziario finanziera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finanza (θηλ.ουσ)
finanziamento (ουσ αρσ )
finanziare (ρ. μτβ.)
finanziaria (θηλ.ουσ)
finanziario (επίθ.)
finanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
finanziera (θηλ.ουσ)
finanziere (ουσ αρσ )
finca (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.)
fine (ουσ αρσ )
fine (θηλ.ουσ)
fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)
finestrino (ουσ αρσ )
finezza (θηλ.ουσ)
fingere (ρ. μτβ.)
fingersi (ρ.μ. (αντων.))
finimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---