Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnantsa]

τα οικονομικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  financo finanziamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardia [θηλ.] di finanza = ο τελωνοφύλακας, ο έφορος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finalità (θηλ.ουσ)
finalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finalmente (επίρ.)
finamente (επίρ.)
financo (επίρ.)
finanza (θηλ.ουσ)
finanziamento (ουσ αρσ )
finanziare (ρ. μτβ.)
finanziaria (θηλ.ουσ)
finanziario (επίθ.)
finanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
finanziera (θηλ.ουσ)
finanziere (ουσ αρσ )
finca (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.)
fine (ουσ αρσ )
fine (θηλ.ουσ)
fine (επίθ.)
fine–settimana (ουσ αρσ )
finestra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---