Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finalizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [finalidˈdzare]

1 επιφέρω τελικές αλλαγές
2 βάζω τέλος
3 τελειώνω
4 επιφέρω τέλος
5 τελειοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finalità finalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finalino (ουσ αρσ )
finalissima (θηλ.ουσ)
finalista (ουσ αρσ και θηλ.)
finalistico (επίθ.)
finalità (θηλ.ουσ)
finalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finalmente (επίρ.)
finamente (επίρ.)
financo (επίρ.)
finanza (θηλ.ουσ)
finanziamento (ουσ αρσ )
finanziare (ρ. μτβ.)
finanziaria (θηλ.ουσ)
finanziario (επίθ.)
finanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
finanziera (θηλ.ουσ)
finanziere (ουσ αρσ )
finca (θηλ.ουσ)
finché (σύνδ.)
fine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---