Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finalìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [finaˈlino]

1 βινιέτα τέλους βιβλίου
2 διακοσμητικό τέλους κεφαλαίου (τυπογραφία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finale finalissima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filza (θηλ.ουσ)
fimosi (θηλ.ουσ)
finale (ουσ αρσ )
finale (θηλ.ουσ)
finale (επίθ.)
finalino (ουσ αρσ )
finalissima (θηλ.ουσ)
finalista (ουσ αρσ και θηλ.)
finalistico (επίθ.)
finalità (θηλ.ουσ)
finalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finalmente (επίρ.)
finamente (επίρ.)
financo (επίρ.)
finanza (θηλ.ουσ)
finanziamento (ουσ αρσ )
finanziare (ρ. μτβ.)
finanziaria (θηλ.ουσ)
finanziario (επίθ.)
finanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---