Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnale]

(di film, di racconto, di vicenda) το φινάλε

finàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnale]

sport ο τελικός

finàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnale]

τελικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fimosi finalino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filtrazione (θηλ.ουσ)
filtro (ουσ αρσ )
filugello (ουσ αρσ )
filza (θηλ.ουσ)
fimosi (θηλ.ουσ)
finale (ουσ αρσ )
finale (θηλ.ουσ)
finale (επίθ.)
finalino (ουσ αρσ )
finalissima (θηλ.ουσ)
finalista (ουσ αρσ και θηλ.)
finalistico (επίθ.)
finalità (θηλ.ουσ)
finalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finalmente (επίρ.)
finamente (επίρ.)
financo (επίρ.)
finanza (θηλ.ουσ)
finanziamento (ουσ αρσ )
finanziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---