finanziaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [finantsjaˈmento]
1 διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι
2 κεφάλαιο
3 ταμείο (χρήματα)
4 διαθέσιμα
5 κεφάλαιο χρηματοδότησης
6 πιστοδότηση
7 χρηματοδότηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [finantsjaˈmento]
1 διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι
2 κεφάλαιο
3 ταμείο (χρήματα)
4 διαθέσιμα
5 κεφάλαιο χρηματοδότησης
6 πιστοδότηση
7 χρηματοδότηση
permalink
finanziamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android