Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepulóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [epuˈlone] 1 πλούσιος άνθρωπος (στο Ευαγγέλιο) 2 μεγαλοκαρχαρίας 3 αδηφάγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |