Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [epuˈrato]

1 καθαρισμένος
2 εξαλειφθείς (σε κάθαρση)
3 εξαγνισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epurare epuratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eptano (ουσ αρσ )
eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )
equatoriale (επίθ.)
equazione (θηλ.ουσ)
equestre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---