Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epurazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epuratˈtsjone]

1 εκδίωξη
2 εξοβελισμός
3 κάθαρση
4 εξαγνισμός
5 εκκαθάριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epuratore equabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )
equatoriale (επίθ.)
equazione (θηλ.ουσ)
equestre (επίθ.)
equiangolo (επίθ.)
equidistante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---