Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epuratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [epuraˈtore]

1 εξαγνιστής
2 καθαριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epurato epurazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )
equatoriale (επίθ.)
equazione (θηλ.ουσ)
equestre (επίθ.)
equiangolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---