Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwalidˈdzare]

εξισώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equabilità equalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )
equatoriale (επίθ.)
equazione (θηλ.ουσ)
equestre (επίθ.)
equiangolo (επίθ.)
equidistante (επίθ.)
equidistanza (θηλ.ουσ)
equidistare (ρ.αμτβ.)
equilatero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---