Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόequatoriàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ekwatoˈrjale] 1 ισημερινό τηλεσκόπιο 2 ισημερινός (ουσιαστικό) equatoriàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekwatoˈrjale] του ισημερινού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |