Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equatoriàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwatoˈrjale]

1 ισημερινό τηλεσκόπιο
2 ισημερινός (ουσιαστικό)

equatoriàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ekwatoˈrjale]

του ισημερινού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equatore equazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )
equatoriale (επίθ.)
equazione (θηλ.ουσ)
equestre (επίθ.)
equiangolo (επίθ.)
equidistante (επίθ.)
equidistanza (θηλ.ουσ)
equidistare (ρ.αμτβ.)
equilatero (επίθ.)
equilibrare (ρ. μτβ.)
equilibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
equilibrato (επίθ.)
equilibratore (ουσ αρσ )
equilibratore (επίθ.)
equilibratrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---