Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόequilibratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ekwilibraˈtore] ισοσταθμιστής (σε στερεοφωνικό σύστημα) equilibratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekwilibraˈtore] 1 ισοζυγιστής 2 εξισωτής 3 εξισορροπητικός 4 ισορροπητικός 5 ζυγοσταθμιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |