Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equilibratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwilibraˈtore]

ισοσταθμιστής (σε στερεοφωνικό σύστημα)

equilibratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ekwilibraˈtore]

1 ισοζυγιστής
2 εξισωτής
3 εξισορροπητικός
4 ισορροπητικός
5 ζυγοσταθμιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equilibrato equilibratrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equidistare (ρ.αμτβ.)
equilatero (επίθ.)
equilibrare (ρ. μτβ.)
equilibrarsi (ρ.μ. (αντων.))
equilibrato (επίθ.)
equilibratore (ουσ αρσ )
equilibratore (επίθ.)
equilibratrice (θηλ.ουσ)
equilibratura (θηλ.ουσ)
equilibrio (ουσ αρσ )
equilibrismo (ουσ αρσ )
equilibrista (ουσ αρσ και θηλ.)
equino (ουσ αρσ )
equino (επίθ.)
equinoziale (επίθ.)
equinozio (ουσ αρσ )
equipaggiamento (ουσ αρσ )
equipaggiare (ρ. μτβ.)
equipaggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
equipaggiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---