Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


equilibrìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwiliˈbrizmo]

1 ακροβατισμός
2 σχοινοβασία
3 ακροβατισμοί
4 ακροβασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  equilibrio equilibrista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equilibratore (ουσ αρσ )
equilibratore (επίθ.)
equilibratrice (θηλ.ουσ)
equilibratura (θηλ.ουσ)
equilibrio (ουσ αρσ )
equilibrismo (ουσ αρσ )
equilibrista (ουσ αρσ και θηλ.)
equino (ουσ αρσ )
equino (επίθ.)
equinoziale (επίθ.)
equinozio (ουσ αρσ )
equipaggiamento (ουσ αρσ )
equipaggiare (ρ. μτβ.)
equipaggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
equipaggiato (επίθ.)
equipaggio (ουσ αρσ )
equiparabile (επίθ.)
equiparare (ρ. μτβ.)
equiparazione (θηλ.ουσ)
equipartizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---