Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόequilibratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ekwilibraˈtura] 1 ισορρόπηση 2 ισοσκέλιση 3 ισοστάθμιση 4 ισοζυγισμός 5 εξισορρόπηση 6 ζύγιασμα 7 ζυγοστάθμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |