Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epùlide  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eˈpulide]

όγκος των ούλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eptasillabo epulone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
epsomite (θηλ.ουσ)
eptacordo (ουσ αρσ )
eptano (ουσ αρσ )
eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)
equanimità (θηλ.ουσ)
equatore (ουσ αρσ )
equatoriale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---