Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eptacòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eptaˈkɔrdo]

επτάχορδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epsomite eptano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epossidico (επίθ.)
epossido (ουσ αρσ )
eppure (σύνδ.)
epsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
epsomite (θηλ.ουσ)
eptacordo (ουσ αρσ )
eptano (ουσ αρσ )
eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)
equalizzare (ρ. μτβ.)
equalizzazione (θηλ.ουσ)
equamente (επίρ.)
equanime (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---