Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epòssido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈpɔssido]

εποξείδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epossidico eppure  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epodo (ουσ αρσ )
eponimo (ουσ αρσ )
epopea (θηλ.ουσ)
epos (ουσ αρσ )
epossidico (επίθ.)
epossido (ουσ αρσ )
eppure (σύνδ.)
epsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
epsomite (θηλ.ουσ)
eptacordo (ουσ αρσ )
eptano (ουσ αρσ )
eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
epurazione (θηλ.ουσ)
equabile (επίθ.)
equabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---